Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτεροκλινής
ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
ἑτερομάσχαλος
ἑτερομεγεθέω
ἑτερομέρεια
ἑτερομερής
ἑτερομετρία
ἑτερόμετρος
ἑτερομήκης
ἑτερομηκικός
ἑτερομήτριος
ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
View word page
ἑτερομάσχαλος
with only one hole for the arm
ShortDef
with only one hole for the arm
Debugging
Headword:
ἑτερομάσχαλος
Headword (normalized):
ἑτερομάσχαλος
Headword (normalized/stripped):
ετερομασχαλος
IDX:
36451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36452
Key:
Data
{'content': 'with only one hole for the arm'}