Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτεροκίνητος
ἑτεροκλινέω
ἑτεροκλινής
ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
ἑτερομάσχαλος
ἑτερομεγεθέω
ἑτερομέρεια
ἑτερομερής
ἑτερομετρία
ἑτερόμετρος
ἑτερομήκης
View word page
ἑτεροκωφέω
to be deaf of one ear

ShortDef

to be deaf of one ear

Debugging

Headword:
ἑτεροκωφέω
Headword (normalized):
ἑτεροκωφέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροκωφεω
IDX:
36447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36448
Key:

Data

{'content': 'to be deaf of one ear'}