Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτεροκίνητος
ἑτεροκλινέω
ἑτεροκλινής
ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
ἑτερομάσχαλος
ἑτερομεγεθέω
View word page
ἑτερόκλιτος
irregularly inflected

ShortDef

irregularly inflected

Debugging

Headword:
ἑτερόκλιτος
Headword (normalized):
ἑτερόκλιτος
Headword (normalized/stripped):
ετεροκλιτος
IDX:
36442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36443
Key:

Data

{'content': 'irregularly inflected'}