Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτεροκίνητος
ἑτεροκλινέω
ἑτεροκλινής
ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
ἑτερομάσχαλος
View word page
ἑτεροκλινής
leaning to one side, sloping
ShortDef
leaning to one side, sloping
Debugging
Headword:
ἑτεροκλινής
Headword (normalized):
ἑτεροκλινής
Headword (normalized/stripped):
ετεροκλινης
IDX:
36441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36442
Key:
Data
{'content': 'leaning to one side, sloping'}