Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτεροκίνητος
ἑτεροκλινέω
ἑτεροκλινής
ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
View word page
ἑτεροκλινέω
lean on one side

ShortDef

lean on one side

Debugging

Headword:
ἑτεροκλινέω
Headword (normalized):
ἑτεροκλινέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροκλινεω
IDX:
36440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36441
Key:

Data

{'content': 'lean on one side'}