Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
ἑτεροκίνητος
ἑτεροκλινέω
ἑτεροκλινής
ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
View word page
ἑτεροιωτικός
alterative

ShortDef

alterative

Debugging

Headword:
ἑτεροιωτικός
Headword (normalized):
ἑτεροιωτικός
Headword (normalized/stripped):
ετεροιωτικος
IDX:
36436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36437
Key:

Data

{'content': 'alterative'}