Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
ἑτεροκινησία
View word page
ἑτερόζυξ
yoked singly, without its yokefellow

ShortDef

yoked singly, without its yokefellow

Debugging

Headword:
ἑτερόζυξ
Headword (normalized):
ἑτερόζυξ
Headword (normalized/stripped):
ετεροζυξ
IDX:
36428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36429
Key:

Data

{'content': 'yoked singly, without its yokefellow'}