Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
ἑτεροιωτικός
ἑτερόκαρπος
View word page
ἑτερόζυγος
coupled with an animal of diverse kind

ShortDef

coupled with an animal of diverse kind

Debugging

Headword:
ἑτερόζυγος
Headword (normalized):
ἑτερόζυγος
Headword (normalized/stripped):
ετεροζυγος
IDX:
36427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36428
Key:

Data

{'content': 'coupled with an animal of diverse kind'}