Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
ἑτεροίωσις
View word page
ἑτεροζυγέω
to be yoked in unequal partnership
ShortDef
to be yoked in unequal partnership
Debugging
Headword:
ἑτεροζυγέω
Headword (normalized):
ἑτεροζυγέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροζυγεω
IDX:
36425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36426
Key:
Data
{'content': 'to be yoked in unequal partnership'}