Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροθαλής
ἑτερόθρησκος
ἑτερόθροος
ἑτεροῖος
ἑτεροιότης
ἑτεροιόω
View word page
ἑτερόζηλος
zealous for one side, leaning to one side

ShortDef

zealous for one side, leaning to one side

Debugging

Headword:
ἑτερόζηλος
Headword (normalized):
ἑτερόζηλος
Headword (normalized/stripped):
ετεροζηλος
IDX:
36424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36425
Key:

Data

{'content': 'zealous for one side, leaning to one side'}