Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
ἑτερόζυξ
ἑτεροθαλής
View word page
ἑτεροδυναμία
shifting of strength

ShortDef

shifting of strength

Debugging

Headword:
ἑτεροδυναμία
Headword (normalized):
ἑτεροδυναμία
Headword (normalized/stripped):
ετεροδυναμια
IDX:
36419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36420
Key:

Data

{'content': 'shifting of strength'}