Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
ἑτεροζυγία
ἑτερόζυγος
View word page
ἑτεροδοξία
a taking one thing for another, error of opinion
ShortDef
a taking one thing for another, error of opinion
Debugging
Headword:
ἑτεροδοξία
Headword (normalized):
ἑτεροδοξία
Headword (normalized/stripped):
ετεροδοξια
IDX:
36417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36418
Key:
Data
{'content': 'a taking one thing for another, error of opinion'}