Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
ἑτεροζυγέω
View word page
ἑτεροδιδάσκαλος
one who teaches error

ShortDef

one who teaches error

Debugging

Headword:
ἑτεροδιδάσκαλος
Headword (normalized):
ἑτεροδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
ετεροδιδασκαλος
IDX:
36415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36416
Key:

Data

{'content': 'one who teaches error'}