Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
ἑτεροεθνής
ἑτεροείδεια
ἑτεροειδής
ἑτερόζηλος
View word page
ἑτεροδιδασκαλέω
to teach differently, to teach errors
ShortDef
to teach differently, to teach errors
Debugging
Headword:
ἑτεροδιδασκαλέω
Headword (normalized):
ἑτεροδιδασκαλέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροδιδασκαλεω
IDX:
36414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36415
Key:
Data
{'content': 'to teach differently, to teach errors'}