Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
ἑτεροδύναμος
View word page
ἑτερόγλωσσος
of other tongue

ShortDef

of other tongue

Debugging

Headword:
ἑτερόγλωσσος
Headword (normalized):
ἑτερόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ετερογλωσσος
IDX:
36410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36411
Key:

Data

{'content': 'of other tongue'}