Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεράριθμος
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
ἑτεροδιδάσκαλος
ἑτεροδοξέω
ἑτεροδοξία
ἑτερόδοξος
ἑτεροδυναμία
View word page
ἑτερόγλαυκος
with one eye grey

ShortDef

with one eye grey

Debugging

Headword:
ἑτερόγλαυκος
Headword (normalized):
ἑτερόγλαυκος
Headword (normalized/stripped):
ετερογλαυκος
IDX:
36409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36410
Key:

Data

{'content': 'with one eye grey'}