Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐτεόνικος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
ἑτεροδιδασκαλέω
View word page
ἑτεροβαρής
weighing down one side

ShortDef

weighing down one side

Debugging

Headword:
ἑτεροβαρής
Headword (normalized):
ἑτεροβαρής
Headword (normalized/stripped):
ετεροβαρης
IDX:
36404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36405
Key:

Data

{'content': 'weighing down one side'}