Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐτεόκριθος
Ἐτεόνικος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
ἑτερογνωμοσύνη
ἑτεροδίδακτος
View word page
ἑτεροβάρεια
weighing down to one side
ShortDef
weighing down to one side
Debugging
Headword:
ἑτεροβάρεια
Headword (normalized):
ἑτεροβάρεια
Headword (normalized/stripped):
ετεροβαρεια
IDX:
36403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36404
Key:
Data
{'content': 'weighing down to one side'}