Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐτέοκλος
Ἐτεόκρητες
ἐτεόκριθος
Ἐτεόνικος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
ἑτερόγναθος
View word page
ἑτερειδής
illusory

ShortDef

illusory

Debugging

Headword:
ἑτερειδής
Headword (normalized):
ἑτερειδής
Headword (normalized/stripped):
ετερειδης
IDX:
36401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36402
Key:

Data

{'content': 'illusory'}