Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐτεοκλῆς
Ἐτέοκλος
Ἐτεόκρητες
ἐτεόκριθος
Ἐτεόνικος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
ἑτερογενής
ἑτερόγλαυκος
ἑτερόγλωσσος
View word page
ἑτερεγκεφαλάω
to suffer in half the brain, to be half-mad, crazy

ShortDef

to suffer in half the brain, to be half-mad, crazy

Debugging

Headword:
ἑτερεγκεφαλάω
Headword (normalized):
ἑτερεγκεφαλάω
Headword (normalized/stripped):
ετερεγκεφαλαω
IDX:
36400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36401
Key:

Data

{'content': 'to suffer in half the brain, to be half-mad, crazy'}