Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐτεοβουτάδης
ἐτεοδμώς
Ἐτεοκλήειος
Ἐτεοκλῆς
Ἐτέοκλος
Ἐτεόκρητες
ἐτεόκριθος
Ἐτεόνικος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
ἑτεροβαρής
ἑτερογαμία
ἑτερογάστριος
ἑτερογενέω
View word page
ἑτεραλκέομαι
to be conquered

ShortDef

to be conquered

Debugging

Headword:
ἑτεραλκέομαι
Headword (normalized):
ἑτεραλκέομαι
Headword (normalized/stripped):
ετεραλκεομαι
IDX:
36397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36398
Key:

Data

{'content': 'to be conquered'}