Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐτανόν
ἔτας
ἔτασις
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
ἐτεοδμώς
Ἐτεοκλήειος
Ἐτεοκλῆς
Ἐτέοκλος
Ἐτεόκρητες
ἐτεόκριθος
Ἐτεόνικος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
ἑτεράριθμος
ἑτερεγκεφαλάω
ἑτερειδής
ἑτερήμερος
ἑτεροβάρεια
View word page
ἐτεόκριθος
genuine, good barley

ShortDef

genuine, good barley

Debugging

Headword:
ἐτεόκριθος
Headword (normalized):
ἐτεόκριθος
Headword (normalized/stripped):
ετεοκριθος
IDX:
36393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36394
Key:

Data

{'content': 'genuine, good barley'}