Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἑταιρότης
ἑταιροτρόφος
ἔταλον
ἐτανόν
ἔτας
ἔτασις
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
ἐτεοδμώς
Ἐτεοκλήειος
Ἐτεοκλῆς
Ἐτέοκλος
Ἐτεόκρητες
ἐτεόκριθος
Ἐτεόνικος
ἐτεός
ἑτεράλκεια
ἑτεραλκέομαι
ἑτεραλκής
View word page
ἐτεοδμώς
honest slave

ShortDef

honest slave

Debugging

Headword:
ἐτεοδμώς
Headword (normalized):
ἐτεοδμώς
Headword (normalized/stripped):
ετεοδμως
IDX:
36388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36389
Key:

Data

{'content': 'honest slave'}