Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑταιρισμός
ἑταιριστής
ἑταιρίστρια
ἑταιροποιέομαι
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἑταιρότης
ἑταιροτρόφος
ἔταλον
ἐτανόν
ἔτας
ἔτασις
ἔτειος
Ἐτεοβουτάδης
ἐτεοδμώς
Ἐτεοκλήειος
Ἐτεοκλῆς
Ἐτέοκλος
Ἐτεόκρητες
ἐτεόκριθος
Ἐτεόνικος
View word page
ἔτας
kinsman

ShortDef

kinsman

Debugging

Headword:
ἔτας
Headword (normalized):
ἔτας
Headword (normalized/stripped):
ετας
IDX:
36384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36385
Key:

Data

{'content': 'kinsman'}