Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑταιρειώτης
ἑταιρεύομαι
ἑταιρέω
ἑταίρη
ἑταίρησις
ἑταιρίδεια
ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρισμός
ἑταιριστής
ἑταιρίστρια
ἑταιροποιέομαι
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἑταιρότης
ἑταιροτρόφος
ἔταλον
ἐτανόν
ἔτας
ἔτασις
ἔτειος
View word page
ἑταιρίστρια
lesbian (LSJ ἑταιριστής)

ShortDef

lesbian (LSJ ἑταιριστής)

Debugging

Headword:
ἑταιρίστρια
Headword (normalized):
ἑταιρίστρια
Headword (normalized/stripped):
εταιριστρια
IDX:
36376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36377
Key:

Data

{'content': 'lesbian (LSJ ἑταιριστής)'}