Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑταιρεῖος
ἑταιρειώτης
ἑταιρεύομαι
ἑταιρέω
ἑταίρη
ἑταίρησις
ἑταιρίδεια
ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρισμός
ἑταιριστής
ἑταιρίστρια
ἑταιροποιέομαι
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἑταιρότης
ἑταιροτρόφος
ἔταλον
ἐτανόν
ἔτας
ἔτασις
View word page
ἑταιριστής
lewd man

ShortDef

lewd man

Debugging

Headword:
ἑταιριστής
Headword (normalized):
ἑταιριστής
Headword (normalized/stripped):
εταιριστης
IDX:
36375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36376
Key:

Data

{'content': 'lewd man'}