Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑταιρεία
ἑταιρεῖος
ἑταιρειώτης
ἑταιρεύομαι
ἑταιρέω
ἑταίρη
ἑταίρησις
ἑταιρίδεια
ἑταιρίζω
ἑταιρικός
ἑταιρισμός
ἑταιριστής
ἑταιρίστρια
ἑταιροποιέομαι
ἑταῖρος
ἑταιρόσυνος
ἑταιρότης
ἑταιροτρόφος
ἔταλον
ἐτανόν
ἔτας
View word page
ἑταιρισμός
harlotry
ShortDef
harlotry
Debugging
Headword:
ἑταιρισμός
Headword (normalized):
ἑταιρισμός
Headword (normalized/stripped):
εταιρισμος
IDX:
36374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36375
Key:
Data
{'content': 'harlotry'}