Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσχηματισμένως
ἔσω
ἔσωθεν
ἐσωπή
ἐσώτατος
ἐσωτεριαῖος
ἐσωτερικός
ἐσώτερος
ἐσωτικός
ἐσώφωτον
ἐτάζω
ἑταίρα
ἑταιρεία
ἑταιρεῖος
ἑταιρειώτης
ἑταιρεύομαι
ἑταιρέω
ἑταίρη
ἑταίρησις
ἑταιρίδεια
ἑταιρίζω
View word page
ἐτάζω
to examine, test

ShortDef

to examine, test

Debugging

Headword:
ἐτάζω
Headword (normalized):
ἐτάζω
Headword (normalized/stripped):
εταζω
IDX:
36362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36363
Key:

Data

{'content': 'to examine, test'}