Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
ἐσχατιή
ἐσχατιώτης
ἐσχατόγηρως
ἐσχατοκόλλιον
ἔσχατος
ἐσχατόων
ἐσχηματισμένως
ἔσω
ἔσωθεν
ἐσωπή
ἐσώτατος
ἐσωτεριαῖος
ἐσωτερικός
ἐσώτερος
ἐσωτικός
ἐσώφωτον
ἐτάζω
View word page
ἐσχηματισμένως
by the possession of form
ShortDef
by the possession of form
Debugging
Headword:
ἐσχηματισμένως
Headword (normalized):
ἐσχηματισμένως
Headword (normalized/stripped):
εσχηματισμενως
IDX:
36352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36353
Key:
Data
{'content': 'by the possession of form'}