Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
ἐσχατιή
ἐσχατιώτης
ἐσχατόγηρως
ἐσχατοκόλλιον
ἔσχατος
ἐσχατόων
ἐσχηματισμένως
ἔσω
ἔσωθεν
ἐσωπή
ἐσώτατος
ἐσωτεριαῖος
ἐσωτερικός
ἐσώτερος
ἐσωτικός
View word page
ἔσχατος
outermost

ShortDef

outermost

Debugging

Headword:
ἔσχατος
Headword (normalized):
ἔσχατος
Headword (normalized/stripped):
εσχατος
IDX:
36350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36351
Key:

Data

{'content': 'outermost'}