Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσχαρών
ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
ἐσχατιή
ἐσχατιώτης
ἐσχατόγηρως
ἐσχατοκόλλιον
ἔσχατος
ἐσχατόων
ἐσχηματισμένως
ἔσω
ἔσωθεν
ἐσωπή
ἐσώτατος
ἐσωτεριαῖος
ἐσωτερικός
ἐσώτερος
View word page
ἐσχατοκόλλιον
end

ShortDef

end

Debugging

Headword:
ἐσχατοκόλλιον
Headword (normalized):
ἐσχατοκόλλιον
Headword (normalized/stripped):
εσχατοκολλιον
IDX:
36349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36350
Key:

Data

{'content': 'end'}