Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσχάρωμα
ἐσχαρών
ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
ἐσχατιή
ἐσχατιώτης
ἐσχατόγηρως
ἐσχατοκόλλιον
ἔσχατος
ἐσχατόων
ἐσχηματισμένως
ἔσω
ἔσωθεν
ἐσωπή
ἐσώτατος
ἐσωτεριαῖος
ἐσωτερικός
View word page
ἐσχατόγηρως
in extreme old age

ShortDef

in extreme old age

Debugging

Headword:
ἐσχατόγηρως
Headword (normalized):
ἐσχατόγηρως
Headword (normalized/stripped):
εσχατογηρως
IDX:
36348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36349
Key:

Data

{'content': 'in extreme old age'}