Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐσχαρίτης
ἐσχαρόπεπτος
ἔσχαρος
ἐσχαρόω
ἐσχαρώδης
ἐσχάρωμα
ἐσχαρών
ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
ἐσχατιή
ἐσχατιώτης
ἐσχατόγηρως
ἐσχατοκόλλιον
ἔσχατος
ἐσχατόων
ἐσχηματισμένως
ἔσω
View word page
ἐσχατεύω
to be at the end
ShortDef
to be at the end
Debugging
Headword:
ἐσχατεύω
Headword (normalized):
ἐσχατεύω
Headword (normalized/stripped):
εσχατευω
IDX:
36343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36344
Key:
Data
{'content': 'to be at the end'}