Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
ἐσχαρίτης
ἐσχαρόπεπτος
ἔσχαρος
ἐσχαρόω
ἐσχαρώδης
ἐσχάρωμα
ἐσχαρών
ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
ἐσχατιή
ἐσχατιώτης
ἐσχατόγηρως
ἐσχατοκόλλιον
ἔσχατος
ἐσχατόων
View word page
ἐσχαρωτικός
tending to form an eschar
ShortDef
tending to form an eschar
Debugging
Headword:
ἐσχαρωτικός
Headword (normalized):
ἐσχαρωτικός
Headword (normalized/stripped):
εσχαρωτικος
IDX:
36341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36342
Key:
Data
{'content': 'tending to form an eschar'}