Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσχαρεύς
ἐσχάρη
ἐσχάριον
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
ἐσχαρίτης
ἐσχαρόπεπτος
ἔσχαρος
ἐσχαρόω
ἐσχαρώδης
ἐσχάρωμα
ἐσχαρών
ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
ἐσχατιή
ἐσχατιώτης
ἐσχατόγηρως
View word page
ἐσχάρωμα
scab, eschar

ShortDef

scab, eschar

Debugging

Headword:
ἐσχάρωμα
Headword (normalized):
ἐσχάρωμα
Headword (normalized/stripped):
εσχαρωμα
IDX:
36338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36339
Key:

Data

{'content': 'scab, eschar'}