Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσχάρα
ἐσχαράδιν
ἐσχαρεῖον
ἐσχαρεύς
ἐσχάρη
ἐσχάριον
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
ἐσχαρίτης
ἐσχαρόπεπτος
ἔσχαρος
ἐσχαρόω
ἐσχαρώδης
ἐσχάρωμα
ἐσχαρών
ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
ἐσχατίζω
View word page
ἔσχαρος
a fish

ShortDef

a fish

Debugging

Headword:
ἔσχαρος
Headword (normalized):
ἔσχαρος
Headword (normalized/stripped):
εσχαρος
IDX:
36335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36336
Key:

Data

{'content': 'a fish'}