Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐσφλάω
ἐσχάρα
ἐσχαράδιν
ἐσχαρεῖον
ἐσχαρεύς
ἐσχάρη
ἐσχάριον
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
ἐσχαρίτης
ἐσχαρόπεπτος
ἔσχαρος
ἐσχαρόω
ἐσχαρώδης
ἐσχάρωμα
ἐσχαρών
ἐσχάρωσις
ἐσχαρωτικός
ἐσχατάω
ἐσχατεύω
ἐσχατιά
View word page
ἐσχαρόπεπτος
grilled

ShortDef

grilled

Debugging

Headword:
ἐσχαρόπεπτος
Headword (normalized):
ἐσχαρόπεπτος
Headword (normalized/stripped):
εσχαροπεπτος
IDX:
36334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36335
Key:

Data

{'content': 'grilled'}