Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
ἐστώ
ἕστωρ
ἐσύστερον
ἐσφαλμένως
ἐσφιγμένως
ἔσφλασις
ἐσφλάω
ἐσχάρα
ἐσχαράδιν
ἐσχαρεῖον
ἐσχαρεύς
ἐσχάρη
ἐσχάριον
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
View word page
ἐσφιγμένως
tightly

ShortDef

tightly

Debugging

Headword:
ἐσφιγμένως
Headword (normalized):
ἐσφιγμένως
Headword (normalized/stripped):
εσφιγμενως
IDX:
36322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36323
Key:

Data

{'content': 'tightly'}