Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
ἐστώ
ἕστωρ
ἐσύστερον
ἐσφαλμένως
ἐσφιγμένως
ἔσφλασις
ἐσφλάω
ἐσχάρα
ἐσχαράδιν
ἐσχαρεῖον
ἐσχαρεύς
ἐσχάρη
ἐσχάριον
ἐσχάριος
View word page
ἐσφαλμένως
erringly, amiss

ShortDef

erringly, amiss

Debugging

Headword:
ἐσφαλμένως
Headword (normalized):
ἐσφαλμένως
Headword (normalized/stripped):
εσφαλμενως
IDX:
36321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36322
Key:

Data

{'content': 'erringly, amiss'}