Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
ἐστώ
ἕστωρ
ἐσύστερον
ἐσφαλμένως
ἐσφιγμένως
ἔσφλασις
ἐσφλάω
ἐσχάρα
ἐσχαράδιν
ἐσχαρεῖον
ἐσχαρεύς
View word page
ἐστώ
substance
ShortDef
substance
Debugging
Headword:
ἐστώ
Headword (normalized):
ἐστώ
Headword (normalized/stripped):
εστω
IDX:
36318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36319
Key:
Data
{'content': 'substance'}