Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
ἐστώ
ἕστωρ
ἐσύστερον
ἐσφαλμένως
ἐσφιγμένως
ἔσφλασις
ἐσφλάω
ἐσχάρα
ἐσχαράδιν
ἐσχαρεῖον
View word page
ἐστυμμένως
tightly
ShortDef
tightly
Debugging
Headword:
ἐστυμμένως
Headword (normalized):
ἐστυμμένως
Headword (normalized/stripped):
εστυμμενως
IDX:
36317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36318
Key:
Data
{'content': 'tightly'}