Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
ἐστώ
ἕστωρ
ἐσύστερον
ἐσφαλμένως
ἐσφιγμένως
ἔσφλασις
ἐσφλάω
ἐσχάρα
View word page
ἐστραμμένως
in a varied manner

ShortDef

in a varied manner

Debugging

Headword:
ἐστραμμένως
Headword (normalized):
ἐστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
εστραμμενως
IDX:
36315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36316
Key:

Data

{'content': 'in a varied manner'}