Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
ἐστώ
ἕστωρ
View word page
ἕστιος
of the ἑστία

ShortDef

of the ἑστία

Debugging

Headword:
ἕστιος
Headword (normalized):
ἕστιος
Headword (normalized/stripped):
εστιος
IDX:
36309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36310
Key:

Data

{'content': 'of the ἑστία'}