Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
ἐστώ
View word page
ἑστιοπάμων
householder
ShortDef
householder
Debugging
Headword:
ἑστιοπάμων
Headword (normalized):
ἑστιοπάμων
Headword (normalized/stripped):
εστιοπαμων
IDX:
36308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36309
Key:
Data
{'content': 'householder'}