Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
ἐστρίς
ἐστυμμένως
View word page
ἑστιόομαι
to be founded
ShortDef
to be founded
Debugging
Headword:
ἑστιόομαι
Headword (normalized):
ἑστιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εστιοομαι
IDX:
36307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36308
Key:
Data
{'content': 'to be founded'}