Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
ἐστραμμένως
View word page
ἑστιάτωρ
one who gives a banquet, a host
ShortDef
one who gives a banquet, a host
Debugging
Headword:
ἑστιάτωρ
Headword (normalized):
ἑστιάτωρ
Headword (normalized/stripped):
εστιατωρ
IDX:
36305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36306
Key:
Data
{'content': 'one who gives a banquet, a host'}