Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
ἑστιῶν
ἑστιῶτις
ἐστοχασμένως
View word page
ἑστιατορίς
Areca nut

ShortDef

Areca nut

Debugging

Headword:
ἑστιατορίς
Headword (normalized):
ἑστιατορίς
Headword (normalized/stripped):
εστιατορις
IDX:
36304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36305
Key:

Data

{'content': 'Areca nut'}