Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
ἕστιος
ἑστιουχέω
ἑστιοῦχος
View word page
ἑστιατικός
convivial
ShortDef
convivial
Debugging
Headword:
ἑστιατικός
Headword (normalized):
ἑστιατικός
Headword (normalized/stripped):
εστιατικος
IDX:
36301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36302
Key:
Data
{'content': 'convivial'}