Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοπάμων
View word page
ἑστίασις
a feasting, banqueting, entertainment

ShortDef

a feasting, banqueting, entertainment

Debugging

Headword:
ἑστίασις
Headword (normalized):
ἑστίασις
Headword (normalized/stripped):
εστιασις
IDX:
36298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36299
Key:

Data

{'content': 'a feasting, banqueting, entertainment'}