Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐστεκνόομαι
ἐστενωμένως
ἑστηκότως
ἐστηριγμένως
ἑστία
Ἑστία
Ἑστιαῖον
ἑστίαμα
ἑστιαρχέω
ἑστιάρχης
Ἑστιάς
ἑστίασις
Ἑστιασταί
ἑστιατήριον
ἑστιατικός
ἑστιατορία
ἑστιατόριον
ἑστιατορίς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
View word page
Ἑστιάς
a Vestal virgin

ShortDef

a Vestal virgin

Debugging

Headword:
Ἑστιάς
Headword (normalized):
ἑστιάς
Headword (normalized/stripped):
εστιας
IDX:
36297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36298
Key:

Data

{'content': 'a Vestal virgin'}